- τροχοφόρο
- véhicule
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τροχοφόρο — το, Ν 1. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς 2. παλαιότερος τύπος ατμόπλοιου, το τροχήλατο 3. στρ. (παλαιότερα) όχημα τού πυροβολικού που μετέφερε ανταλλακτικούς τροχούς και άξονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τροχοφόρος] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
τροχοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τροχούς, που κινείται πάνω σε τροχούς («τροχοφόρο όχημα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τροχοφόρος προνύμφη 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τροχοφόρο 4. φρ. «τροχοφόρος προνύμφη» ζωολ. μικρή διαφανής σφαιρική ή αχλαδόμορφη… … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτροχιάζω — 1. αναγκάζω κάτι να βγει από την τροχιά του (ιδίως για τροχοφόρο που κινείται σε σιδηροτροχιές) 2. μτφ. μέσ. παρεκτρέπομαι, εξέρχομαι από την ευπρέπεια και το πρέπον, βγαίνω από τα όριά μου … Dictionary of Greek
ευάξων — εὐάξων, ὁ, ἡ (Μ) [άξων] (για άμαξα ή άλλο τροχοφόρο) αυτός που έχει καλούς, ωραίους άξονες, ο ευάντυξ* … Dictionary of Greek
καρνάβαλος — ο 1. κορυφαίος τής πομπής τών μεταμφιεσμένων που περιφέρεται στους δρόμους καθισμένος πάνω σε ψηλό άρμα κατά τη γιορτή τής Αποκριάς 2. μτφ. το ψηλό τροχοφόρο με το ειδικό συνεργείο τεχνιτών που κινείται σε τροχιοδρομικές γραμμές και… … Dictionary of Greek
οδήγηση — η (ΑΜ ὁδήγησις) [οδηγώ] η υπόδειξη τής οδού τής πορείας, το να οδηγεί κανείς νεοελλ. ικανότητα να κινεί και να χειρίζεται κανείς ένα τροχοφόρο («άδεια οδήγησης αυτοκινήτου») … Dictionary of Greek
οδοταχύμετρο — το διάταξη η οποία χρησιμοποιείται τόσο για τη μέτρηση τών αποστάσεων που διανύονται από ένα τροχοφόρο όχημα όσο και για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odotachymetre < οδός + ταχύμετρο] … Dictionary of Greek
προωθητήρας — ο, Ν τεχνολ. χωματοσκαπτική μηχανή που αποτελείται από αλυσοφόρο ή από τροχοφόρο ελκυστήρα με ελαστικά και από μεταλλική ασπίδα προσαρμοσμένη στο πρόσθιο μέρος, η οποία χρησιμεύει για την εκσκαφή και τη μετατόπιση τού χώματος με την κίνηση τού… … Dictionary of Greek